ευδιάκριτος

ευδιάκριτος
[эфдиакритос] επ. ясный, отчетливый,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ευδιάκριτος" в других словарях:

  • ευδιάκριτος — η, ο (ΑΜ εὐδιάκριτος, ον) αυτός που διακρίνεται εύκολα, ο φανερός μσν. διακριτικός, ευγενικός μσν. αρχ. αυτός που εξηγείται, που διασαφηνίζεται εύκολα, ο ευεξήγητος. επίρρ... ευδιακρίτως και ευδιάκριτα (Μ εὐδιακρίτως) με τρόπο ώστε να διακρίνεται …   Dictionary of Greek

  • ευδιάκριτος — η, ο αυτός που φαίνεται, διακρίνεται εύκολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐδιακριτώτερον — εὐδιάκριτος easy to distinguish masc acc comp sg εὐδιάκριτος easy to distinguish neut nom/voc/acc comp sg εὐδιάκριτος easy to distinguish adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιακρίτως — εὐδιάκριτος easy to distinguish adverbial εὐδιάκριτος easy to distinguish masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάκριτον — εὐδιάκριτος easy to distinguish masc/fem acc sg εὐδιάκριτος easy to distinguish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιακριτώτεραι — εὐδιάκριτος easy to distinguish fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιακρίτου — εὐδιάκριτος easy to distinguish masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάκριτα — εὐδιάκριτος easy to distinguish neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

  • Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… …   Dictionary of Greek

  • αδιάστολος — η, ο (Α ἀδιάστολος, ον) [διαστέλλω] αυτός που δεν διαστέλλεται ή δεν διαφοροποιείται από άλλον, μη ευδιάκριτος, συγκεχυμένος, αόριστος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»